Μπίο-Μπίο

Μπίο-Μπίο
(Bio-Bio). Ποταμός (380 χλμ.) της Νότιας Αμερικής, που διαρρέει την κεντρική και νότια Χιλή. Πηγάζει από τα όρη Τουκαπέλ των Άνδεων και, με ανατολική κατεύθυνση, χύνεται στον Ειρηνικό. Οι κυριότεροι παραπόταμοι του είναι ο Λούξα και ο Βεργκάρα. Το ποτάμι οφείλει το όνομά του στην ομώνυμη επαρχία της κεντρικής Χιλής, την οποία διαχωρίζει σε δύο ζώνες, τη μία ορεινή και με μεγάλα δάση, και την άλλη πεδινή, με καλλιέργειες δημητριακών. Τμήμα του ποταμού Μπίο-Μπίο της Χιλής σε φωτογραφία από αεροπλάνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… …   Dictionary of Greek

  • Κονσεψιόν — I (Concepciόn). Πόλη (216.061 κάτ. το 2002) της κεντρικής Χιλής, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.439 τ. χλμ., 912.889 κάτ.) και της περιοχής Μπίο Μπίο (Bio Bio, 37.062 τ. χλμ., 1.861.562 κάτ.). Βρίσκεται στον ποταμό Μπίο Μπίο, σε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Αραουκανοί — Μία από τις σπουδαιότερες ιθαγενείς φυλές της Νότιας Αμερικής. Υπερήφανοι και ανυπότακτοι, αγωνίστηκαν επί τέσσερις αιώνες εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας με ηρωισμό που αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι κατακτητές. Σήμερα είναι περίπου 300.000, από… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • πολωσίμετρο — Όργανο που αποτελείται από δύο πρίσματα Nicol και χρησιμεύει για τη μελέτη των κρυσταλλικών σωμάτων και των διαλυμάτων τους, τα οποία έχουν την ιδιότητα να στρέφουν το επίπεδο πολωμένου φωτός, προσδιορίζοντας το μέγεθος και τη διεύθυνση αυτής της …   Dictionary of Greek

  • Αραγκό, Φρανσουά Ντομινίκ Ζαν — (François Dominique Jean Arago, Εσταζέλ νταλε Ρουσιγιόν 1786 – Παρίσι 1853). Γάλλος φυσικός, αστρονόμος και πολιτικός. Μόλις αποφοίτησε από την πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, πήρε μέρος μαζί με τον Ζαν Μπατίστ Μπιό στις εργασίες μέτρησης του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”